σειρίασις

σειρίασις
σείρ-ᾱσις, εως, ἡ (not σιρ-),
A heat-stroke, Sor.1.124, Orib.Syn.5.13, Paul.Aeg.1.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σειρίαση — η / σειρίασις, άσεως, ΝΜΑ, και σιρίασις Α [σειριῶ] βαριά μορφή ηλίασης νεοελλ. 1. απότομη προσβολή από νόσο, την οποία απέδιδαν, παλαιότερα, στον αστέρα Σείριο 2. (για ζώο) απότομη εξάντληση …   Dictionary of Greek

  • σιρίασις — άσεως, ἡ, Α βλ. σειρίασις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”